ψευδοσοφία

ψευδοσοφία
ἡ ΜΑ [ψευδόσοφος]
ψευτοσοφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψευδοσοφίας — ψευδοσοφίᾱς , ψευδοσοφία false wisdom fem acc pl ψευδοσοφίᾱς , ψευδοσοφία false wisdom fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοσοφίαν — ψευδοσοφίᾱν , ψευδοσοφία false wisdom fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισοφία — η (AM δοκησισοφία, Μ και δοκησοφία) [δοκησίσοφος] το να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του σοφό, ψευδοσοφία …   Dictionary of Greek

  • δοξοσοφία — η (AM δοξοσοφία) 1. το να νομίζει κανείς πως είναι σοφός χωρίς να είναι, δοκησισοφία 2. ψευδοσοφία …   Dictionary of Greek

  • κενοσοφία — η [κενόσοφος] κενή ή φανταστική ή επιπόλαιη σοφία, ψευδοσοφία, δοκησισοφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”